λιμενίτας

λιμενίτας
λῑμενί̱τᾱς , λιμενίτης
god of the harbour
fem acc pl
λῑμενί̱τᾱς , λιμενίτης
god of the harbour
fem nom sg (epic doric aeolic)
λῑμενί̱τᾱς , λιμενίτης
god of the harbour
masc acc pl
λῑμενί̱τᾱς , λιμενίτης
god of the harbour
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιμενορμίτης — και λιμενίτας, ου, ὁ (Α) (επίκληση τού Πριάπου) ο θεός τών λιμανιών και τών όρμων, αυτός που οδηγεί προς τα λιμάνια και τους όρμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, ένος + ὁρμίτης (< ὅρμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”